κατατιθέναι

κατατιθέναι
κατατίθημι
place
pres inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιδικάσιμος — ἐπιδικάσιμος, ον (Α) [επιδίκαση] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να τόν απαιτήσει δικαστικά με την αιτιολογία ότι τού ανήκει («κατατιθέναι εἰς μέσον ἐπιδικάσιμον τοῑς βουλομένοις», Ιώσ.) 2. περιζήτητος («οὔτε φίλοις ἐπιδικάσιμος οὔτε ἐχθροῑς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”